- πλάξιππος
- πλάξιππος, -ον1 chariot driving
πλάξιππον Θήβαν O. 6.85
οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός I. 2.21
cf. Pae. 1.7
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πλάξιππον Θήβαν O. 6.85
οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός I. 2.21
cf. Pae. 1.7Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πλάξιππος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. πλήξιππος … Dictionary of Greek
πλάξιππος — πλά̱ξιππος , πλήξιππος striking masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήξιππος — και δωρ. τ. πλάξιππος, ον, Α αυτός που χτυπάει με το μαστίγιο τους ίππους, ο έμπειρος καβαλάρης (α. «Πέλοπι πληξίππω», Όμ.Ιλ. β. «Βοιωτοί πλήξιπποι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. πληξι τού πλήσσω* (πρβλ. πλήξις) + ίππος… … Dictionary of Greek